- φρήτριος
- -ον, Αιων. τ. βλ. φράτριος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φράτριος — και ιων. τ. φρήτριος, ία, ον, Α [φρατρία] 1. (προσωνυμία τού Διός και τής Αθηνάς ως προστατών τών φρατριών) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φρατρία* («οἱ θεοὶ οἱ φρήτριοι», επιγρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φράτριον ναός τών θεώνπροστατών τής… … Dictionary of Greek